ΕΙΠΑΝ
Μίκης Θεοδωράκης:
Ο Δημήτρης Λάγιος, ο γείτονας, ο μαθητής, ο πάντα δόκιμος στη μουσική, όπως έλεγε ο ίδιος. Συνειδητά στο περιθώριο, σε μια συμφωνία οραματιστή και πραγματιστή.
Ο σεβασμός ήταν για κείνον ορατή πράξη ζωής.
Μαγεμένος από την παράδοση και την Κύπρο, την ποίηση, τη μουσική και την Ελλάδα του.
Ο άνθρωπος με τα ψυχικά θεμέλια που δεν πρόλαβε να απογειωθεί. Ο λίγος χρόνος δημιουργίας και οι θάλασσες όπου σκορπίστηκε με ευλάβεια δεν του στερούν την αθανασία.
Γιώργος Νταλάρας:
Θα ‘ταν πιο καλά αν έμενα κι εγώ στο περίγραμμα των λίγων τραγουδιών σου που άκουσαν οι πολλοί και μέσα απ’ αυτά σ’ έκριναν.
Θα ‘ταν πιο καλά αν δεν είχα νιώσει την αγωνία της μοναχικής σου περιπλάνησης σε δρόμους αυτογνωσίας και πληρότητας, μακριά από τη μετριότητα των καιρών.
Θα ‘ταν πιο καλά αν δεν ήξερα ότι μ’ αγάπησες άδολα όσο λίγοι γι’ αυτό που κάνω και γι’ αυτό που είμαι.
Θα ‘τα πιο καλά να μη σ’ είχα ακούσει να τραγουδάς τα τελευταία σου τραγούδια μ’ αυτή τη σπαρακτική φωνή που δεν λέει να φύγει απ’ τ’ αυτιά μου.
Θα ‘τα καλύτερα αν δεν σε γνώριζα, για να μη νιώθω το βάρος της απουσίας σου..
Λευτέρης Παπαδόπουλος:
Θα θυμάμαι πάντα τον Δημήτρη Λάγιο. Εκείνο τον άντρα τον λυγερόκορμο, με τα λυπημένα μάτια και τα μακριά δάχτυλα. Ήταν λεπτός, ήταν όμορφος, τραγουδούσε, καθώς μιλούσε. Το πρόσωπό του λες και ήταν βγαλμένο από εικονοστάσι. Τα χέρια του, νευρώδη. Τον χαιρόμουνα, πάνω στη μοτοσικλέτα του, με τη λαμπερή, τη γλυκύτατη γυναίκα του, την Πέγκυ.
Είχε μια ευγένεια αυτό το παιδί. Μοσκοβολούσε ευγένεια, είναι το πιο σωστό.
Ερχόταν στο σπίτι μου συχνά, με την κιθάρα του, και μου έπαιζε τραγούδια του. Τον άκουγα με προσοχή. Όπως γίνεται στην εκκλησία. Δεν ήταν τα τραγούδια του για τη μεγάλη αγορά. Ήταν κομψοτεχνήματα, όμως.
Είπαμε, κάποτε, να γράψουμε τραγούδια. Εκείνος τη μουσική, εγώ τα λόγια. Του έδωσα κάμποσα «κομμάτια». Μου τα ‘φερε μελοποιημένα. Ήταν τέλεια! Τ’ αγάπησα, από την πρώτη στιγμή. Έτσι, τα κρατήσαμε για μας. Την παρέα. Την Πέγκυ, τη Ράια, τη μεγάλη Υακίνθη και το μικρό Υακινθάκι. Τα παιδιά μας.
Μου ζητούσαν, τη δεκαετία του ’80, διάφοροι σύλλογοι, να πάω στις λέσχες τους, στις αίθουσές τους, για μια «βραδιά». Τηλεφωνούσα αμέσως στο Δημήτρη Λάγιο. Ποτέ δεν μου είπε «όχι». Έτρεχε με την κιθάρα του να βοηθήσει. Έπαιζε και τραγουδούσε. Κι ήταν σαν άγγελος. Και σαν άγγελος φτερούγισε και χάθηκε. Βυθίζοντάς μας, όλους, ακόμα πιο βαθιά στη μοναξιά μας.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω ένα ταξίδι μας στην Κύπρο. Αυτά που πρόσφερε, χωρίς κανένα νιτερέσο, στον κυπριακό λαό, με τη μουσική του, τα τραγούδια του, τη συμμετοχή του σε συναυλίες και παραστάσεις. Ήταν αγνός και ανιδιοτελής. Του έφταναν δύο σπόροι – όπως φτάνουν στα πουλιά – για να ζήσει.
Ήξερε μουσική! Γνώριζε πολλά. Καταλάβαινε από ποίηση. Αγαπούσε τα παλιά κιτάπια. Αγαπούσε τα πατροπαράδοτα. Κι ήταν σεμνός. Και ντροπαλός. Αναρωτιέμαι, πολλές φορές: Γιατί να χάνονται τέτοιοι άνθρωποι; Γιατί να πληθαίνουν γύρω μας, όλο και περισσότερο, οι άσκημοι, οι κακοί, οι εγωλάτρες, οι καπάτσοι, οo.