Από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ | Κυριακή 27 Μάη 2001
Τ’ όνειρο τον μάγεψε και οδήγησε τη σύντομη ζωή του. Με αυτό το όνειρο και με το ξεχωριστό ταλέντο του αφουγκράστηκε ήχους προαιώνιους, σμίλεψε εικόνες, μαγικές, μελωδικές, μοιράστηκε ομορφιά και συγκινήσεις. Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν τον Απρίλη από το θάνατο του Δημήτρη Λάγιου, του άξιου μουσικού δημιουργού, που έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τον καρκίνο, σε ηλικία μόλις 39 χρόνων. Η εκδήλωση στη μνήμη του, που πραγματοποιήθηκε πριν μια βδομάδα από το Τρίτο Πρόγραμμα και την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Δήμου Πατρέων, μια ορχήστρα με την οποία πολλά τον συνέδεαν, ήταν η αφορμή αυτού του σημειώματος. Γιατί η μνήμη είναι δύναμη. Πολύ περισσότερο που η πολιτεία και η επιλεκτική «ενημέρωση» από τους «αρχιερείς» των Μέσων φροντίζουν να την αμβλύνουν. Κάνοντας και στην περίπτωση του Δ. Λάγιου ό,τι έχουν πράξει και σε άλλες: αποσιωπούν ένα έργο που μιλά πάντα στις καρδιές μας.
«Δε φοβάμαι το θάνατο. Ομως δε μου φτάνει ο χρόνος. Ο,τι και να κάνεις στην τέχνη, δε φτάνει ο χρόνος», έλεγε ο Δ. Λάγιος, που μέχρι τέλους πάλεψε παλικαρίσια. «Δε θα φύγω, είναι πολύ νωρίς ακόμα» ήταν η υπόσχεσή του, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να τηρήσει. Δεν έφυγε όμως από τις καρδιές όσων «ταξίδεψαν» με τη μουσική του, ξεχωριστή σε ευαισθησία και ποιότητα. Σεμνός και αθόρυβος είχε επιλέξει συνειδητά να βρίσκεται μακριά από προβολείς, αρνούμενος να εμπορευτεί, να προδώσει την ίδια του την ύπαρξη. Η συνεχής αγωνία που τον διακατείχε ήταν να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα, ν’ αφήσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Μαγεμένος από τη μεγαλοσύνη της λαϊκής μας παράδοσης αφέθηκε να τον παρασύρουν οι ήχοι της, τους οποίους όμως αφομοίωσε δημιουργικά στο πολύμορφο έργο του. Ασχολήθηκε με διάφορες μορφές σύνθεσης, γράφοντας σκηνική μουσική, μουσική για μπαλέτο, μελοποιώντας Ελληνες ποιητές.
Ο Δ. Λάγιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 7 Απριλίου 1952. Βαφτίστηκε με τους ήχους της επτανησιακής διαλέκτου, ενώ σπούδασε κοντά σε μεγάλους δασκάλους στο Εθνικό Ωδείο αρμονία, ενορχήστρωση, αντίστιξη, φούγκα και πήρε πτυχίο ανώτερων θεωρητικών και δίπλωμα κιθάρας. Διδάχτηκε, στην Αμερική, μουσική ανάλυση από τον Ερνεστ Μπράουν. Μουσικολογικά ερεύνησε το προεπαναστατικό τραγούδι και την παραδοσιακή (λαϊκή και εκκλησιαστική) μουσική των Επτανήσων. Η έρευνά του για το προεπαναστατικό τραγούδι καταγράφηκε στο βινίλιο σε περιορισμένα αντίτυπα. Νωρίτερα, στη Ζάκυνθο ακόμη, αρχίζει την ερευνητική του εργασία, μελέτη και καταγραφή της μουσικής παράδοσης της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ηχογραφεί «Τα λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος», «Του Σολωμού και της Ζάκυνθος», «Ζακυνθινές σερενάδες», «Εκκλησιαστική μουσική παράδοση», «Του μαντολίνου», με μουσική Επτανησίων συνθετών, διασκευασμένη από τον ίδιο. Αυτές οι εκδόσεις μαρτυρούν την αγωνία και την προσπάθειά του για τη διάσωση και διάδοση της πλούσιας μουσικής παράδοσης της περιοχής. Παράλληλα, δημιουργεί στη Ζάκυνθο τις «Γιορτές Τέχνης και Λόγου», συντονίζοντας ένα σύνολο καλλιτεχνών με την ονομασία «Μουσικό Ασκηταριό». Είναι κάτι που το υπαγορεύουν οι καταβολές του, η πολιτιστική ιστορία ενός τόπου που διψά για δημιουργία. Ισως, να νιώθει ότι το χρωστά στους συντοπίτες του, που μαζί τους πρωτοτραγούδησε αρέκειες και καντάδες, όπως και τα πρώτα δικά του τραγούδια. Μα και στον πατέρα του, φούρναρη στο επάγγελμα και εξαιρετικό τενόρο, τον οποίο ακολουθούσε πιτσιρικάς στα ζακυνθινά ταβερνεία.
Πιστεύοντας στον καθοριστικό ρόλο της μουσικής παιδείας συμμετέχει με τον Αριστείδη Μόσχο στην ίδρυση του «Λαϊκού Σχολείου Παραδοσιακής Μουσικής», ενώ ξεκινά τα Μουσικά Σχολεία Μυκόνου και Αλίμου. Επίσης, ιδρύει το «Κάλβειο Κέντρο Μουσικών Μελετών» και το «Κάλβειο Ωδείο» στη Ζάκυνθο και συντονίζει το φωνητικό σχήμα «Ραψωδοί» με κλασικό ρεπερτόριο, με το οποίο περιοδεύει σε διάφορα αρχαία θέατρα της Ελλάδας και της Κύπρου. Μια από τις μόνιμες συνεργασίες του ήταν αυτή με το φωνητικό σύνολο και το σχήμα κλασικού χορού «Διάσταση» της Κύπρου. Η μαρτυρική μεγαλόνησος υπήρξε για τον Δ. Λάγιο η δεύτερη πατρίδα του. Συμπαραστάθηκε στον αγώνα της και της αφιέρωσε πολλά από τα έργα του, ενώ η επιθυμία του να «κοιμηθεί» η μισή από την τέφρα του στη θάλασσά της είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της σχέσης που τον έδενε μαζί της.
Ως συνθέτης εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1983, μετά από την επιλογή του από τον Οδυσσέα Ελύτη, για τη μελοποίηση του έργου του «Ο Ηλιος ο Ηλιάτορας», που ερμήνευσαν οι Γ. Νταλάρας, Ε. Βιτάλη, Ν. Δημητράτος και η Χορωδία Λαμίας. Ακολούθησε ο δίσκος «Εδώ που γεννηθήκαμε» σε στίχους Φώντα Λάδη, με ερμηνευτή τον Αντώνη Καλογιάννη και ο κύκλος τραγουδιών «Αη Λαός» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, με ερμηνεύτρια τη Σωτηρία Μπέλλου. Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες, ενώ έκανε ηχογραφήσεις για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Τελευταία του δισκογραφική δουλιά ήταν η «Ερωτική πρόβα στο θάνατο» με ερμηνευτές τους Γιώργο Νταλάρα, Σαβίνα Γιαννάτου και Πάνο και Χάρη Κατσιμίχα. Πρόφτασε να ολοκληρώσει το χορόδραμα «Ινα τι», πάνω στο λυρικό λόγο του Δαβίδ, που μετά από το θάνατό του ενορχήστρωσε ο Κύπριος συνθέτης Δημήτρης Χριστοδουλίδης και δισκογραφήθηκε.
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ